- θύμιον
- θύμιονlarge wartneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θύμιον — θύμιον, τὸ (ΑΜ) μσν. ενθύμιο αρχ. 1. σμῑλαξ*, το δένδρο δρυς 2. μεγάλη ακροχορδόνα, κρεατοελιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Με την αρχ. σημασία < θύμον. Με τη μσν. < εν θύμιον, ουσιαστικοποιημένο ουδ. τού επιθ. εν θύμιος (< εν + θυμός)] … Dictionary of Greek
θυμίοις — θύμιον large wart neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύμια — θύμιον large wart neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύμον — θύμον, τὸ και θύμος, ὁ (Α) 1. το φυτό θύμος, το θυμάρι, η θυμαριά, το χαμοδρούμπι 2. θαλάσσιο φυτό 3. μίγμα από θυμάρι, μέλι και ξίδι που συνήθιζαν να τρώνε οι φτωχοί Αθηναίοι 4. (κατά τον Ησύχ.) «θύμον τὸ σκόροδον». [ΕΤΥΜΟΛ. < θύω (I) με τη… … Dictionary of Greek